Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Τα άσματα του Μαλντορόρ

Γέρο – ωκεανέ, η τελειότητά του σφαιρικού σου σχήματος, που τόσο ιλαραίνει την αυστηρή έκφραση της γεωμετρίας, εμένα δεν μου θυμίζει παρά τα μικρά μάτια του ανθρώπου, που είναι τόσα δα, απαράλλαχτα με του αγριόχοιρου, και καταστρόγγυλα με κείνα των πουλιών της νύχτας. Ωστόσο ετούτος, από καταβολής κόσμου περνιέται για ωραίος. Πάντως εγώ υποπτεύομαι, πως αυτό το κάνει περισσότερο από φιλότιμο, και πως πραγματικά για την ομορφιά του αμφιβάλλει. Τότε, γιατί να κοιτάζει με τόση περιφρόνηση του συνανθρώπου του τη μορφή; Χαίρε ωκεανέ!

***

Γέρο – ωκεανέ, καθόλου δεν είναι απίθανο απ’ ό,τι κρύβουνε οι κόρφοι σου, να είναι ωφέλιμο για το μελλοντικό καλό του ανθρώπου. Ως τώρα, του έδωσες τη φάλαινα, αλλά δεν αφήνεις εύκολα τ’ άπληστα μάτια των φυσικών επιστημών να μαντέψουν τα χίλια μυστικά που διέπουν την ιδιαίτερη οργάνωσή σου: συ, είσαι μετριόφρων. Δεν μοιάζεις του ανθρώπου, που συνεχώς καυχιέται για τιποτένια πράματα, Χαίρε, ωκεανέ!

***
Γέρο – ωκεανέ, τα νερά σου είναι πικρά. Έχουν την ίδια γεύση της χολής, που στάζει η κριτική στις Καλές Τέχνες, στις Επιστήμες και γενικά στα πάντα. Κι αν τύχει κάποιος να είναι μεγαλοφυής, αυτοί τον βγάζουν βλάκα, και τον άλλον με το λυγερό κορμί, απαίσιο καμπούρη. Σίγουρα, ο άνθρωπος θα πρέπει να αισθάνεται έντονα την ατέλειά του, για να της κάνει τέτοια κριτική, που άλλωστε κατά τα τρία τέταρτα, οφείλεται στον ίδιο. Χαίρε ωκεανέ!

Λωτρεαμόν, Τα άσματα του Μαλντορόρ, εκδ. ΕΚΑΤΗ

8 σχόλια:

  1. ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ..

    Και τώρα, εγώ! Διήγηση μιας τρέλας..

    Από καιρό καυχιόμουν πως, δεν ήτανε μήτ' ένας πίνακας που να μην γνώριζα

    Και εύρισκα για γέλια κάθε διασημότητα, είτε του χώρου της ζωγραφικής είτε της σύγχρονης μου ποίησης..

    Αγαπούσα τις πιο ανόητες ζωγραφιές

    Τα διάκοσμα, τις ζωγραφισμένες οροφές , τις επιγραφές,

    την ντεμοντέ λογοτεχνία, τα καθαρευουσιάνικα της εκκλησίας, τα παλιά ρομάντζα

    Τα μελό love story τ' ανορθόγραφα

    Τραγουδάκια παιδικά, σκοπούς βλακώδεις, όπερες μπαρόκ και τα τοιαύτα,

    Ονειρευόμουνα σταυροφορίες, ταξίδια μαγγελάνικα και απολίτιστες ακόμα πολιτείες

    Θρησκευτικούς πολέμους που ‘σβησαν δίχως νικητές, επαναστάσεις ριζοσπαστικές, μεταναστεύσεις...

    Πίστεψα σε κάθε τι που θα μπορούσε το ακατόρθωτο!

    Ανακάλυψα τα χρώματα των φωνηέντων!

    Το άλφα είναι ολόμαυρο, το έψιλον, λευκό, το ιώτα, είναι κόκκινο τ' 0μικρον γαλανό

    Στο ύψιλον, αναπολώ…το πράσινο

    Πρόδωσα σύμφωνα

    Όπου κι αν ήτανε: σε κάθε τόπο κι όποια εποχή, ξεσκεπαστήκανε!

    Και τον παλμό του ενστίκτου μου αρθρώνοντας

    Μια νέα ποίηση ανακάλυπτα

    Με λόγο προσιτό σε κάθε αίσθηση-

    Μετέφρασα τον κόσμο!

    (Τα δικαιώματα της μεταφράσεως, δικά μου)

    Ήτανε στην αρχή κάτι σαν άσκηση… Έφτιαχνα αγάλματα από ίλιγγο και ζάλη

    Κατέγραφα σιωπές, κατέγραφα νύχτα..

    Κι έβλεπα να μου περισσεύει, πάντα, κάτι που ξέμενε ανέκφραστο

    Πέρα απ τα γνώριμα πουλιά και τις κοιλάδες τι να με ξεδιψούσε ανάμεσα στους θάμνους,

    Τότε, που χόρευαν μες στους σκοπούς του ανέμου οι ιτιές;

    Που η μέρα έφευγε να ξαποστάσει και καληνύχτιζε όποιον τη δόξασε

    Μακριά από τη γέννηση μου, στη σιωπή των κλαδιών στους σκεπασμένους ουρανούς

    Ήπια χρυσάφι μήπως και τα ποτάμια τότε γεννιόνταν

    Εγώ, ο ύποπτος κι ο ποθητός

    Σαν το πορνείο

    Κάτι, τρόμαζε τον ουρανό

    Εκείνος τρέχοντας, ξεχνούσε πίσω του την καταιγίδα

    Τα νερά κυλώντας απ' τα δάση,

    Σβήναν στις αμμουδιές.

    Πέρα, η θάλασσα, το μυστικό των δένδρων

    Έστειλε τους ανέμους

    Ο Θεός

    Στείλαν χαλάζι οι άνεμοι

    Χτυπήματα του πάγου στα λασπόνερα

    Αποκάλυψη.

    Το χρυσάφι, γλίστραγε απ' τα χείλη μου

    Δάκρυ

    Κάθε γιορτή, ανάμνηση

    Έγινε ύπνος ο έρωτας

    Και τώρα φεύγει

    Τέσσερις τα χαράματα και καλοκαίρι

    Κάποιοι θα πόθησαν να ταξιδέψουνε

    Και μες στα ξημερώματα, οι ναυπηγοί,

    Ανθίζουν πλοία

    Εκείνοι που έμειναν,

    Βαλθήκανε και χτίζουν τύμβους

    Στους θόλους τους,

    Θα ζωγραφίζουνε αέναα ψεύτικους ουρανούς

    Ίσως ο έρωτας,

    Άλλα βασίλεια,

    ξεντύνοντας τα πέλαγα, να αναδύσει

    Και λεύτερα, οι ελεύθεροι να γίνουν δούλοι

    Οι σκλάβοι, πρέπει να μεθύσουν για να δουν τη θάλασσα

    Η ποιητική παλιατζούρα, είχε την σημασία της στην αλχημεία μου

    Είχα συνηθίσει την απλή παραίσθηση:

    Έβλεπα εμπρός μου ολοφάνερα, φουγάρα στα εργοτάξια, έβλεπα αγγέλους σε ορδές, με σάλπιγγες

    Έβλεπα

    αμαξηλάτες να ανεβαίνουν σύννεφα και πίσω τους να μένει χώμα ουρανού,

    έβλεπα αρχονταρίκια μες στα βάθη των λιμνών

    Έβλεπα σημεία και τέρατα

    Και τίτλους κάποιων κομεντί που προκαλούσαν τρόμο

    Κατόπιν, προκαλούσα εγώ τις παραισθήσεις, με τις λέξεις μου,

    για να εφεύρω σοφιστείες και να τις αναλύω...

    Είπα: Ιερό, το αλλοπρόσαλλο του πνεύματος

    Και η ζωή μου, ήταν ο φθόνος της ευτυχίας του κτήνους

    Τα άλλα, κάμπιες( γιατί είναι σύμβολο της αθωότητας

    Εκείνων που έφυγαν αβάπτιστοι)

    Τα υπόλοιπα, γνωστά...

    Οι τυφλοπόντικες, ενύπνια των παρθένων

    Πείσμωσα, αποχαιρέτησα

    Σαν τραγουδώντας...:


    ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ..

    Την καλημέρα μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λατρευω τον Ρεμπώ και το αλλοπροσαλλο πνευμα του!
    Καλημερααααααααα.........!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέραααααααααα!!!!!!!!!!!!!!!!!


    ΑΡΘΡΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΩ..Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ
    Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

    Μακαρίστε τρεις φορές την έμπνευση μου! Δεν είναι καμιά τυχαία έμπνευση!
    Γέννημα θρέμμα της κάψας που χω μέσα στ' άντερα. Ένεκεν δηλητηρίου δηλαδή!
    Το κατάπια και το χάρηκα! Νιώθω να ζαρώνω.
    Και τα πνευμόνια μου, να γίνονται δισάκι που καλά φυλάει τη στάχτη.

    Η κόλαση είναι η ποινή! Η αιώνια! Δείτε τι λάγνα με χαϊδεύουν οι φωτιές της!
    Καίω, καθώς πρέπει. Εμπρός διάβολε! Το ‘ξερα εγώ.
    Το ‘χα προβλέψει! Όλα θα γυρνούσανε μια μέρα, προς το καλό.
    Πώς να το περιγράψω; Να , μέσα στην κόλαση, πού να υμνήσω;
    Πώς να τολμήσω κάτι τέτοιο;
    Όχι, δηλαδή, πως θέλω να υμνήσω εγώ , αλλά να,
    στο όραμα , που λέω, όλα είχαν στα χείλια τους καλά κρατημένο έναν ύμνο.
    Σαν να κρατούσαν με τα δόντια κάποιο τριαντάφυλλο. !

    Περαιτέρω, δεν γνωρίζω. Ήτανε η δύναμη;
    Ήταν η ειρήνη; Ευγενείς φιλοδοξίες; Ίσως.
    Κι όμως, ακόμη απομένει ζωή. Τώρα, αν ο κολασμός είναι αιώνιος...
    Πάντως, αυτός που θέλει να κολαστεί, θα κολαστεί. Άλλωστε, ο κολασμός, δεν είναι
    παρά μια μορφή ευνουχισμού.
    Όλα αυτά όμως, όλα αυτά που περνώ, είναι τα επακόλουθα του βαπτίσματος μου!
    Την καταδίκη μου την υπέγραψαν οι γονείς μου.
    Με βάπτισαν και τώρα τιμωρούμε για κάτι που ποτέ δεν θέλησα να αναλάβω!
    Με ευνούχισε το βάπτισμα!
    Αλλά, θα τιμωρηθούνε και αυτοί!
    Ενώ, άντε να επιτεθεί σε έναν ειδωλολάτρη ο σατανάς!
    Ποτέ. Για αυτούς, η κόλαση, παράδεισος!

    Μάλλον θα πρέπει να φτάσω βαθύτερα στη κόλαση για να την απολαύσω.
    Λοιπόν, γρήγορα, όσο μου μένει ζωή, κάποιο έγκλημα!
    Να χω να πέφτω βαθύτερα.
    Έστω , αν όχι στην κόλαση, στο ανύπαρκτο, όπως το λένε οι άνθρωποι.

    Καλύτερα να σταματήσω! Η ηλιθιότητα μου, αρχίζει να με τρομάζει!
    Να, ο σατανάς, είναι μάρτυρας:
    « Δεν είναι τίποτε τα καζάνια. Προς τι ο θυμός σου καλέ μου;»

    Αρκετά! Όλα τα λάθη που μου φορτώνουνε, τα μάγια, τα χρίσματα τα κάλαντα!
    Όλα φτιαχτά για να με ξεγελάσουν!
    Και να πω ακόμη, πως, εγώ, την αλήθεια, την κατέχω.
    Και η κρίση μου είναι σταθερή και υγιής.
    Βλέπω την αξία της δικαιοσύνης. Είμαι πανέτοιμος για την τελειότητα…υπεροψία;
    Μπορεί.
    Να το.
    Ήδη καίγομαι και η σάρκα του προσώπου μου ξεραίνεται. ( Εγώ, Φοβάμαι, Διψάω…! )

    Ω τα παιδικά μου χρόνια… τα περιβόλια , τα πρωτοβρόχια, οι λίμνες…
    και πάντα, όποτε το ρολόι σήμαινε μεσάνυχτα, σαν πάντοτε να χε πανσέληνο!
    «Παναγίτσα... βοήθησε με... είναι η ώρα του κακού σατανά!
    Κρέμεται σα τη μαϊμού στους δείχτες.»
    (Μα τι βόδι που ήμουν!)
    Όχι, εκεί κάτω, δεν υπάρχει κανένας με την ελάχιστη στοργή για εμένα,
    εκεί κάτω, δεν υπάρχει ειλικρίνεια.
    «Μιλώ κουκουλωμένος απ' το μαξιλάρι μου, δεν με ακούνε, έλεγα, τα φαντάσματα»
    Άρα, είμαι. ( -Ναι, τώρα ή τότε;)
    Από τότε στη κόλαση λοιπόν!
    Την θυμάμαι αυτή την κάψα!
    Κι ό,τι με φόβιζε , η μόνη λύτρωση μου.
    Πάει, κανένας άλλος παρά μόνο το πεπρωμένο ανησυχεί για εμάς.

    Οι παραισθήσεις, είναι αναρίθμητες. Το μόνο που ανέκαθεν κατέχω, είναι η απιστία.
    Ιστορία!
    Που άλλο δεν κάνει τίποτα απ' το να ζωγραφίζει
    βασίλεια στις σελίδες της κ' ύστερα με φιλήδονα τερτίπια να τις σκίζει

    Θα το βουλώσω:
    ιδεαλιστές και ποιητές, θα με ζηλέψουν.
    Είμαι χίλιες φορές πιο πλούσιος. Δεν ξέρω από τι.
    Ας είμαστε φειδωλοί σα την αντάρα!
    Τα ρολόγια σταματούν. Συνεπώς, τέλος. θάνατος.
    Η θεολογία δεν αστειεύεται: η κόλαση είναι κάτω από τη γη.
    Και βέβαια, τη τοποθεσία της την μάθαμε εξ ουρανού. -
    Έκσταση και εφιάλτης σε φλεγόμενες κούνιες.
    Η κακεντρέχεια μου επιμένει ακόμη και στη ρέμβη της εξοχής:
    Ο σατανάς, ο Φερντινάδος, τρέχει με την αγέλη του!
    Ο Ιησούς, έφλεγε τις βάτους δίχως να τις καίει…περπάταγε πάνω στα νερά...
    Τον Ιησού, τον ξέρουμε στητό, με καστανά μαλλιά, ωχρό,
    δίπλα σε κύματα σμαράγδινα στο χρώμα.
    Θέλω ν' αποκαλύψω όλα τα μυστήρια.
    Θρησκεία και φύση δεν θα μου ξεφύγουν.
    Θα τις κάνω δικές μου…και όσα ήρθανε, και όσα θα ‘ρθουν, θα τα βρω. Θα τα μάθω.
    Είμαι άπιαστος στα υπερθεάματα της βαρύγδουπης αναζήτησης.
    Ακούστε. Εγώ, έχω όλα τα ταλέντα!
    (…όπως παντού, κανείς δεν είναι εδώ που γράφω,
    μα και κάτι υπάρχει…).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ας είναι.-
    Δεν θα ‘πρεπε να δώσω μία από τον θησαυρό μου κι όμως σας μιλώ!
    Εκμεταλλευτείτε το !
    Χρειάζονται τραγούδια μαύρα και αφρικάνικοι χοροί.
    Πρέπει να χαθώ.
    Να βουτήξω μες στις λασπωμένες λίμνες, να βουτήξω στα θολά νερά και να βρω το δαχτυλίδι.
    Να βουτήξω λοιπόν;
    Ε; θα φτιάξω καινούρια βοτάνια αν το ζητήσετε.
    Θα σας φτιάξω χρυσάφι.
    Λέτε λοιπόν! Μιλήστε!
    Ελάτε που να πάρει ο διάολος, πιστέψτε με.
    Μάθετε από εμένα ότι…η πίστη θα γλυκάνει τις καρδούλες σας.
    Πραΰνει η πίστη.
    Και καθοδηγεί. ( Προπάντων. )

    Ελάτε σε εμένα άνθρωποι φτωχοί , στην λαμπρή , στην μεγάλη μου καρδιά!
    Μου αρκεί η πίστη σας, είμαι , ας πούμε ολιγαρκής Θεός!
    Κρατήστε τις υμνολογίες και τα τελετουργικά.
    Μου αρκεί και μόνη η πίστη σας.
    Όσο για εμένα τώρα: έχω πια την τύχη να μην υποφέρω.
    Η ζωή μου, ήταν γεμάτη από γλυκές τρέλες. Αξιοθρήνητη εν ολίγοις.
    Έτσι, ελάχιστα τον νοσταλγώ τον κόσμο. Χε!
    Ας κάνουμε κάθε δυνατή γκριμάτσα!
    Είναι ξεκάθαρο! Είμαστε εκτός κόσμου.
    Άκρα του τάφου…Αχ, το φρούριο μου, η Σαξονία μου,
    τα δάση με τις φουντουκιές, τα απογεύματα τα πρωινά,
    οι έσπεροι και τ' ακρινά μεσάνυχτα!
    Πάει, κουράστηκα.
    Θα ‘πρεπε να χα' έναν κοπάδι από κολάσεις.
    Μία για το θυμό και μια για τη λαγνεία μου.
    Κι ακόμα μία για τον σνομπισμό μου.

    Είμαι πτώμα.
    Με κάθε σημασία…
    Να τον! Είναι ο τάφος.
    Γεια και χαρά που λένε, τρέχω, πάω στα σκουλήκια.
    Φόβος και τρόμος!
    Απατεώνα!
    Θέλεις να ξεστρατίσω διάβολε!
    Αν, δε πα' να βάλεις όλα σου τα μαγικά! Το αρνούμαι.
    Κι ας με πασαλείβεις με λάβες κι ας με λογχίζεις!
    Ωό! να ‘μαι ξανά στον πάνω κόσμο!
    Τι τερατούργημα!
    Κείνο το φαρμάκι και το τρισκατάρατο φιλί!
    Η αδυναμία μου... η σκληρότητα του κόσμου!
    Έλεος θεέ μου, κρύψε με. Κρύψε με γιατί ξεφεύγω.
    Κρύφτηκα ή όχι;
    … Όπου κολασμένος και η ποινή του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αγαπητε κυριε Παρελη εικαζω οτι μια αρχη στην αναζητηση της ασυμβιβαστης τεχνης πραγματοποιειται μεσα απο την αναθεωρηση της κοσμογονιας της ποιησης!Πραγματικα εξισταμαι οταν βιαζουν την τεχνη για να αποκαλυψουν την παραφορη παρθενια της και βουρκωνει η ιδεα μου οταν τη βλεπω αβοηθητη να εκλιπαρει!Ισως ακομη να μην ειμαι σε θεση να χαιδεψω τους θησαυρους της πατριδας μου(ποιηση),μα σαν ναυτικος θα κανω πολλα ταξιδια γυρω της για να την ανακαλυψω ακομη και αν ξενιτευτω!θα πιασω την αυρα καποιου ωκεανου και θα βυθιστω!εκει θα ονειρευτω οτι γραπωσα της σειρας μου τους ποιητικους μυθους κι εγινα κι εγω ενα θαλασσιο τερας που ζητα εκδικηση για τους εραστες της!Εξοριστη πια τι να ζητησω αλλο απο μια νεα πατριδα πιο αυθεντικη και πιο δικη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μικραίνουν οι εγωιστικές αντωνυμίες και ο Ιησούς υπόσχεται
    μεταφυσική δικαίωση.
    Γλυκά που θέλει η καρδιά ν' αναστενάξει!
    Τα κουλουράκια της γιαγιάς μοσχοβολάνε
    κι όσοι ανασταίνονται τρέχουν να πιούνε
    το φως που γλυκοχάραξε πίσω απ' την παλιά αυλή που ντρέπονται
    για να μοσχοβολήσουν τ' άλικα τριαντάφυλλα:
    ίδια σαν τις πληγές Εκείνου! Αλήθεια πόσο αίμα
    που κάνει την επιθυμία για ανάταση ν' ανθίζει
    ντροπιάζοντας την ποταπή μας επιδίωξη να σιτιζόμαστε
    με ύλη μόνο του παρόντος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή